ἐπιπάρειμι

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπάρειμι Medium diacritics: ἐπιπάρειμι Low diacritics: επιπάρειμι Capitals: ΕΠΙΠΑΡΕΙΜΙ
Transliteration A: epipáreimi Transliteration B: epipareimi Transliteration C: epipareimi Beta Code: e)pipa/reimi

English (LSJ)

(A), (εἰμί

   A sum) to be present besides or in addition, Th. 1.61 codd. (leg. -ιόντας), Luc.Merc.Cond.26; to be present to, τινί Id.Symp.20, Ach.Tat.2.7.    2. Astrol., occupy a position as well, Nech. ap. Vett.Val.279.16.
ἐπιπάρειμι (B), (εἶμι

   A ibo) march on high ground parallel with one below, X.An.3.4.30, Plb.10.13.3, etc.    2. c. dat., proceed to attack, ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ Th.5.10.    3. come to one's assistance, Id.4.108, etc.; εἰ δέοι τι... ἐπιπαρῇσαν οὗτοι X.An.3.4.23; ἐπιπαριόντες ib. 30.    4. pass along the front of an army, so as to address it (cf. πάρειμι 1v. 2), Th.4.94, 6.67,7.76; ἐ. κατὰ πρόσωπον Plb.5.83.1.    5. visit in passing, Φρυγίαν, Μυσίαν, App.BC5.7.

German (Pape)

[Seite 968] (s. εἰμί), noch dazu dabei, in der Nähe sein, herbeikommen, Thuc. 1, 61 Xen. An. 3, 4, 23. (s. εἶμι), = ἐπιπαραθέω, Xen. An. 3, 4, 30. 6, 1, 19; dazu herangehen, τῷ δεξιῷ, gegen den rechten Flügel anrücken, Thuc. 5, 10. 7, 76; Pol. 5, 83, 1; außerdem vorbei-, durchgehen, App. Civ. 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπάρειμι: (εἰμὶ) πάρειμι ὡσαύτως, ὡς ᾔσθοντο καὶ τοὺς μετὰ Ἀριστέως ἐπιπαρόντας Θουκ. 1. 61· ἄλλου τινὸς αἰφνιδίως ἐπιπαρόντος, παρουσιασθέντος ἐκεῖ, Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 26· παρευρίσκομαί που, οὐκ ἄνευ θεοῦ τινος ἐπιπαρὼν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 20.

French (Bailly abrégé)

1inf. prés. ἐπιπαρεῖναι;
1 survenir;
2 être présent en outre, venir en outre.
Étymologie: ἐπί, πάρειμι¹.
2inf. prés. ἐπιπαριέναι, impf. ἐπιπαρῄειν;
I. (παρά auprès de, vers);
1 s’avancer vers le front (d’une armée);
2 s’avancer au secours de;
II. (παρά le long de);
1 s’avancer le long de, parallèlement à;
2 s’avancer contre le flanc de, attaquer de flanc, τινι.
Étymologie: ἐπί, πάρειμι².

Greek Monolingual

(I)
ἐπιπάρειμι (Α) πάρειμι
1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.)
2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.)
3. αστρολ. κατέχω μια θέση.———————— (II)
ἐπιπάρειμι (Α) πάρειμι
1. προχωρώ σε ψηλό μέρος παράλληλα με άλλον που πορεύεται σε χαμηλό («oἱ δὲ κατὰ τὸ ὄρος ἐπιπαριόντες», Ξεν.)
2. (με δοτ.) προσβάλλω από τα πλάγια («ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ τιτρώσκεται», Θουκ.)
3. προχωρώ κατά μήκος της παρατάξεως του στρατού («ὁ στρατηγός ἐπιπαριὼν τὸ στρατόπεδον... παρεκελεύετο», Θουκ.)
4. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον
5. περνώντας από κάπου επισκέπτομαι.