επίπονος

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίπονος, -ον) πόνος
κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα
2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.)
3. αυτός που δεν αντέχει μεγάλη κούραση
4. (για οιωνούς) δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κακά
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπονον
κόπος, μόχθος.
επίρρ...
ἐπιπόνως και -α
1. με κόπο, κοπιαστικά, κουραστικά, δύσκολα
2. μτφ. με επιμέλεια, με φιλοπονία.