ἐπίσαρκος

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ον,

   A covered with flesh, ὀστέον Hp.Fract.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσαρκος: -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ σαρκός, ὀστέον Ἱππ. π. Ἀγμ. 764.

Greek Monolingual

ἐπίσαρκος, -ον (Α) [[σαρξ, -ρκός]]
ο καλυμμένος από σάρκα («ἐπίσαρκον ὀστέον», Ιπποκρ.).