επισκόπηση
Greek Monolingual
η (AM ἐπισκόπησις) επισκοπώ
εξέταση του όλου, επόπτευση, επιθεώρηση (α. «επισκόπηση τών εργασιών του συνεδρίου» β. «επισκόπηση του απογευματινού τύπου»).
η (AM ἐπισκόπησις) επισκοπώ
εξέταση του όλου, επόπτευση, επιθεώρηση (α. «επισκόπηση τών εργασιών του συνεδρίου» β. «επισκόπηση του απογευματινού τύπου»).