επισκόπηση

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐπισκόπησις) επισκοπώ
εξέταση του όλου, επόπτευση, επιθεώρηση (α. «επισκόπηση τών εργασιών του συνεδρίου» β. «επισκόπηση του απογευματινού τύπου»).