Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
-η, -ο (Α ἐπίτοκος, -ον)
(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. γόνιμος, καρποφόρος
2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)].