επιστάζω
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(AM ἐπιστάζω) στάζω
στάζω, αφήνω να πέσει σταγόνα σταγόνα επάνω σε μια επιφάνεια (α. «ρόδινον ἔλαιον ἐπιστάζειν τῇ μήνιγγι» β. «τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν»)
αρχ.
παθαίνω νέα αιμορραγία της μύτης.