επιτηδεύω

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιτηδεύω) επιτήδειος
νεοελλ.
1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία
2. μέσ. επιτηδεύομαι
ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι
3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι
μσν.
1. επινοώ, μηχανεύομαι
2. παθ. κατορθώνω
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
1. ασκώ κάποιο επάγγελμα («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», Ηρόδ.)
2. (με απρμφ.) επιμελούμαι, φροντίζω, περιποιούμαι, συνηθίζω να κάνω κάτι («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», Ηρόδ.)
3. παθ. α) γίνομαι, διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)
β) (για σκύλο) εξασκούμαι από κάποιον σε κάτικύνας εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ κατά πόδας αἱρεῑν», Ξεν.)
4. (απόλ. σε μτχ. αορ.), ἐπιτηδεύσας
αντί του επίτηδες («ἐκείμην αὐτοῡ πλησίον ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)
6. φρ. «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — χωρίς καμιά προμελέτη έκ μέρους μας.