ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
εὔζυμος, -ον (ΑΜ)ο καλά ζυμωμένος («εὔζυμός τε καὶ καλῶς ὠπτημένος ὁ ἄρτος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά-ζυμος].