εύθειος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

-ο(ν)
(για άντρα)
1. ολοκληρωμένος, σωστός (ὅτε δὲ ὁ εὐγενικὸς Διγενὴς εἰς τὸ μέτρον ἔφθασεν τῆς αὑτοῡ ἡλικίας καὶ εἰς τοὺς ἄνδρες εὔθειος ἀνὴρ προσεγεγόνει», Διγ. Ακρ.)
2. ικανός («ἵππον εὔθειον», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθε- (ευθύς, γεν. ευθέος) + -ιος].