εχθρελέγκτης
Greek Monolingual
ἐχθρελέγκτης, ὁ (Μ)
αυτός που ελέγχει, που κατανικά τους εχθρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ελεγκ-της (< ελέγχω)].
ἐχθρελέγκτης, ὁ (Μ)
αυτός που ελέγχει, που κατανικά τους εχθρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ελεγκ-της (< ελέγχω)].