ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
ἡδύδειπνος, -ον (Α)(ονομασία ενός παρασίτου) αυτός που τρώει με γλυκό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + δείπνον].