ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
ἡδυλύρης, δωρ. τ. ἁδυλύρας, ὁ (Α)1. αυτός που παίζει γλυκά τη λύρα2. επίθ. του Απόλλωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + λύρα.