ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
ἡλιαστής, ὁ (Α) ηλιάζομαι1. δικαστής που αποτελούσε μέλος του δικαστηρίου της ηλιαίας2. (γλώσσ.) γναφέας, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων.