-ές (Α ἡμιρραγής, -ές)εν μέρει ραγισμένος, μισοσπασμένος, μισοραγισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ρραγής < θ. ραγ- (πρβλ. ερράγην, αόρ. του ρ. ρήγνυμαι), πρβλ. αιμο-ρραγής, α-ρραγής].