ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἰδεῑν, τὸ (Μ)
1. βλέμμα, ματιά
2. όψη, εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. ορώ με σημ. την αφηρημένη έννοια (πρβλ. το είναι «ύπαρξη»)].