ίατρα

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

ἴατρα, ιων. τ. ἴητρα, τὰ (Α)
1. αμοιβή γιατρού για θεραπεία
2. ευχαριστήριες προσφορές για θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, εξέτασ-τρα)].