ἰδίωμα

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδίωμα Medium diacritics: ἰδίωμα Low diacritics: ιδίωμα Capitals: ΙΔΙΩΜΑ
Transliteration A: idíōma Transliteration B: idiōma Transliteration C: idioma Beta Code: i)di/wma

English (LSJ)

[ῐδῐ], ατος, τό, (ἰδιόω)

   A peculiarity, specific property, unique feature, Epicur.Ep.1p.25U., Stoic.2.25, etc.; τὰ τῶν χρωμάτων ἰ. Epicur.Ep.2p.51U.; τῆς πολιτείας Plb.2.38.10; τοῦ νόμου BGU12.18 (ii A.D.); τὸ καθ' αὑτὸν ἰ. τηρεῖν Plb.2.59.2; τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτοὺς ἰ., Id.2.14.3, 6.3.3; τὸ ἐξαίρετόν τινος ἰ. A.D.Synt.15.19; ἀγαθότητος ἰ. Procl.Inst.133; ὕλης Id.Theol.Plat.5.35; property, φαρμάκου Heras ap.Gal.13.785, cf. Dsc.1.71; of the properties of numbers, Theol.Ar.5,al.; τὸ ἰ. τοῦ ἑνός Dam.Pr.5: special subject, τῆς πραγματείας Sor.1.126.    II peculiarity of style, D.H.Amm.2tit., al.    2 idiom, ἰ. Ὁμηρικόν A.D.Synt.157.9.    3 style, παιανικὸν ἰ. Ath.15.696e.

German (Pape)

[Seite 1237] τό, das Angeeignete, Eigenthümlichkeit, besondere Beschaffenheit; τὰ περὶ τοὺς τόπους καὶ τὴν χώραν ἰδιώματα Pol. 2, 14, 3, öfter; παιανικὸν ἰδ., Eigenthümlichkeit des Päan, Ath. XV, 696 e; bes. bei Gramm., eigenthümliche Ausdrucksweise.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδίωμα: τό, (ἰδιόω) ὃ ἔχει τις ἴδιον, χαρακτήρ, ἰδιότης, ποιότης, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8, Πολύβ. 2. 14, 3, Ἀθήν. 696Ε· τὸ καθ’ αὐτόν ἰδίωμα τηρεῖν Πολύβ. 2. 59, 2· τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτούς ἰδιώματα 2. 14, 3., 6. 3, 3. ΙΙ. ἴδιος τρόπος φρασιολογίας, ἰδίωμα, ὕφος, Διον. Ἁλ. Ἐπιστολ. πρὸς Γναῖον Πομπ. σ. 783.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
propriété particulière, caractère propre.
Étymologie: ἴδιος.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἰδίωμα) ιδιούμαι
1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα
2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα της Ζακύνθου, το ιδίωμα της Κέρκυρας κ.λπ.»)
νεοελλ.
έξη, συνήθεια («έχει πολύ κακά ιδιώματα»)
μσν.
1. φύση, υπόσταση («χωρίζεται ο Θεός εις τρία μέρη, διά μέσου του χωρισμού... τών ιδιωμάτων τών τριών προσώπων»)
2. όψη, φυσιογνωμία
3. προσωπική περιουσία, ιδιοκτησία
4. ιδιοσυγκρασία
μσν.-αρχ.
ξεχωριστός, ιδιάζων, ασυνήθης τρόπος εκφράσεως
αρχ.
1. θέμα, αντικείμενο («τὸ ἰδίωμα τῆς πραγματείας»)
2. το ύφος («παιανικόν ιδίωμα»).