ἰθύτονος
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ον,=
A ἰθυτενής, στάλικες AP6.187 (Alph.; v.l. -τενῶν).
German (Pape)
[Seite 1246] = ἰθυτενής, στάλικες, Alc. Mit. ep. 2 (VI, 187).
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύτονος: ῑ, ον, = ἰθυτενής, Ἀνθ. Παλ. 6. 187 (Brunck ἰθυτενῶν).
Greek Monolingual
ἰθύτονος, -ον (Α)
ιθυτενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος, οξύ-τονος].