ἱμαντελιγμός
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A pricking the tape, 'fast and loose', a trick practised at fairs, etc., Poll.9.118, Eust.979.28.
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, das Riemendrehen, ein Spiel, Poll. 9, 118; Eust. 979, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντελιγμός: -οῦ, ὁ, συστροφὴ σχοινίου, παιδιά τις, Πολυδ. Θ΄ 118, Εὐστ. 979. 28.
Greek Monolingual
ἱμαντελιγμός, ὁ (ΑΜ)
είδος παιδικού παιχνιδιού, σχοινάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + ἑλιγμός
αξίζει να σημειωθεί η απουσία της δασύτητας του ἑλιγμός στο σύνθ.].