ἰσίκιον
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
[ῑσῐ], τό, or ἴσῐκος, ὁ,
A a dish of mince-meat (formed from Lat. insicium acc. to Macr.Sat.7.8.1), Ath.9.376b, POxy.1730 (iv A.D.):—also ἴσικος, ὁ, Alex.Aphr.Pr.1.22, Alex.Trall.Febr.1: pl., Olymp.in Grg.p.360J.
German (Pape)
[Seite 1263] τό, ein Gericht aus gehacktem Fleische, insicium, Ath. IX, 376 d; Lucill. ep. (XI, 212).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσίκιον: ῑσῐ, τό, ἢ ἴσικος, ὁ, ἔδεσμα ἐκ κρέατος «λιανιασμένου» εἰς λεπτότατα τεμάχια σχηματισθὲν ἐκ τοῦ Λατ. insicium, Ἀθήν. 376D, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 212.
Greek Monolingual
ἰσίκιον, τὸ (Α)
είδος τροφής από λεπτοκομμένο ή λεπτοκοπανισμένο κρέας, από κιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το λατ. insicium].