ισοετής

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοετής, -ές)
ομήλικος, ίσος στα χρόνια
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετές
γένος φυτών της τάξης ισοετώδη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετές
το φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. δεκα-ετής, επτα-ετής].