παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
ἰσχαδώνης, ὁ (Α)αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ-ώνης, οπωρ-ώνης].