καθαίρεση

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

η (AM καθαίρεσις) καθαιρῶ
αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα
νεοελλ.
φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» — αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος
αρχ.
1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών της καθαιρέσεως οὐδεὶς ἐβούλετο συμβουλεύειν», Ξεν.)
2. μτφ. κατάπτωση («ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν τοῡ λαοῡ ἡμῶν», ΠΔ)
3. υποδούλωση, καθυπόταξη
4. καταστροφή, φόνος, σφαγή
5. ελάττωση, μείωση
6. κατάλυση, ανατροπή
7. αδυνάτισμα, απίσχνανσηκαθαίρεσις τῶν σωμάτων», Αριστοτ.)
8. κατέβασμα από τον ουρανό, δηλ. έκλειψη του Ηλίου ή της Σελήνης)
9. στον πληθ. αἱ καθαιρέσεις
τα ερείπια.