καθιστικός

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό καθιστός
1. αυτός που κάθεται συχνά, αυτός που περπατά ελάχιστα («καθιστικός άνθρωπος»)
2. αυτός που γίνεται χωρίς πολλές μετακινήσεις, εδραίος («καθιστικό επάγγελμα»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καθιστικό
δωμάτιο στο οποίο συνηθίζει να συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια, χώρος κατάλληλα επιπλωμένος για καθημερινή χρήση.