καθιστικός
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-ή, -ό καθιστός
1. αυτός που κάθεται συχνά, αυτός που περπατά ελάχιστα («καθιστικός άνθρωπος»)
2. αυτός που γίνεται χωρίς πολλές μετακινήσεις, εδραίος («καθιστικό επάγγελμα»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καθιστικό
δωμάτιο στο οποίο συνηθίζει να συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια, χώρος κατάλληλα επιπλωμένος για καθημερινή χρήση.