καθολικίζω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. της μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό].