καλόφθαλμος
German (Pape)
[Seite 1314] mit schönen Augen, Sp., Conj. bei Ath. X, 454 e.
Greek (Liddell-Scott)
καλόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων καλοὺς ὀφθαλμούς, Πορφύρ. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. σ. 314, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε, κατὰ διόρθ. Σκαλιγέρου ἀντὶ μαλακόφθαλμος, ἀλλ’ ἤδη διωρθώθη ἐπιτυχῶς: μεσόφθαλμος.
Greek Monolingual
καλόφθαλμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + ὀφθαλμός.