καρδιόξυλο

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
βοτ.
το εσώτατο ξυλώδες τμήμα του κορμού τών δέντρων, αλλ. εγκάρδιο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ξυλο (< ξύλο), πρβλ. σιδερό-ξυλο, σκουπό-ξυλο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. heartwood].