τοβοτ.το εσώτατο ξυλώδες τμήμα του κορμού τών δέντρων, αλλ. εγκάρδιο ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ξυλο (< ξύλο), πρβλ. σιδερό-ξυλο, σκουπό-ξυλο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. heartwood].