καταθρύβω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A = καταθρύπτω, λάγανον Bilabel Ὀψαρτ.p.11.
Greek Monolingual
καταθρύβω (Α)
βλ. καταθρύπτω.