μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
(Α καταληστεύω)
ληστεύω κάποιον ή κάτι παίρνοντάς του ό,τι έχει, διαρπάζω
νεοελλ.
μτφ. εκμεταλλεύομαι ανελέητα («οι ξένοι καταλήστευσαν τη χώρα»).