ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
και καργέρι, το
ναυτ. το σχοινί που χαλαρώνει τα ιστία και τα προΐστια τών ιστιοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. καργέρα, με μεταβολή γένους].