καταχώρεση
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Greek Monolingual
καταχώρεση, ἡ (Μ) καταχωρώ
υποταγή, υποχώρηση.
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
καταχώρεση, ἡ (Μ) καταχωρώ
υποταγή, υποχώρηση.