κεραμοποιία
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
η
1. η τέχνη του κεραμοποιού, η κεραμευτική
2. (ειδ.) η τέχνη της κατασκευής ή η βιομηχανία παραγωγής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δημήτριο Φίλιο].