κεραμουργικός
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
Greek Monolingual
-ή, -ό κεραμουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμουργό ή στην κεραμουργία («κεραμουργικές εργασίες»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμουργική
η κεραμοποιία.