καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
-α, -ο (Α κερδῷος, -ῴα, -ον) κέρδος(ως επίθ. του Ερμού και του Απόλλωνος) αυτός που φέρει κέρδοςαρχ.αυτός που αναφέρεται στην αλεπού ή που μοιάζει με αλεπού, δηλ. δόλιος, πανούργος, πονηρός.