κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
και κερόπιτα, η1. πίτα κεριού, τεμάχιο κεριού που έχει το σχήμα του δοχείου στο οποίο έγινε η τήξη του2. κηρήθρα, μελόπιτα.