κομποσκοίνι
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek Monolingual
και κομποσχοίνι και κομβοσχοίνι(ον), το (Μ κομβοσχοίνιον και κομποσκοίνι)
1. μάλλινο σχοινί με εκατό κόμπους, συνήθως, το οποίο χρησιμοποιούν οι μοναχοί στις προσευχές τους μετρώντας τους κόμπους και λέγοντας αντίστοιχα μια ευχή
2. όμοιο μακρύ σχοινί, με το οποίο είναι ζωσμένοι οι φραγκισκανοί μοναχοί.