κορσές

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

ο
1. πλατύς ελαστικός ζωστήρας που περιβάλλει στενά τη μέση, την κοιλιά ή και μέρος του θώρακα και φοριέται για λόγους κομψότητας ή υγείας
2. φρ. «μού έγινες στενός κορσές» — έχεις γίνει πολύ φορτικός, μέ πιέζεις πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. corset].