κορυδαλός
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. κορυδαλλός.
Greek Monolingual
και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην οικογένεια alarididae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρυδος].