κοσμοχαλασιά
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Greek Monolingual
και κοσμοχάλαση, η
1. μεγάλη ταραχή και αναστάτωση τών στοιχείων της φύσης, θεομηνία, χαλασμός κόσμου
2. πολύς θόρυβος, μεγάλη φασαρία που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πανδαιμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + χαλασιά / χάλαση (< χαλώ)].