κτίτερ

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτίτερ Medium diacritics: κτίτερ Low diacritics: κτίτερ Capitals: ΚΤΙΤΕΡ
Transliteration A: ktíter Transliteration B: ktiter Transliteration C: ktiter Beta Code: kti/ter

English (LSJ)

κτίστης, Hsch.; cf. sq.

Greek Monolingual

κτίτερ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίτης, με διαλεκτικό ρωτακισμό (πρβλ. κέστερ)].