Κυπρόθε
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
Κυπρόθεν(ν) (Α) επίρρ. από την Κύπρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύπρος + -θεν, επιρρμ. κατάλ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση].