μολυβής

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

-ιά, -ί μολύβι
1. αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβδόχρωμος
2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβί
το χρώμα του μολύβδου.