μεταμεσονύκτιος

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μεταμεσονύχτιος, -α, -ο
αυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά τα μεσάνυχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μεσονύκτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη].