λεξιλογία

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η επιστήμη που ασχολείται με τους τεχνικούς όρους, η ονοματολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξιλόγος < λέξις + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη].