λεξιλογία
Greek Monolingual
η
η επιστήμη που ασχολείται με τους τεχνικούς όρους, η ονοματολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξιλόγος < λέξις + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη].
η
η επιστήμη που ασχολείται με τους τεχνικούς όρους, η ονοματολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξιλόγος < λέξις + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη].