θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
(Μ λωλάγρα, η)1. ανοησία, βλακεία2. τρέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. λυσσ-άγρα, ποδ-άγρα)].