ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
μαστικτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. μακιστήρ, μαστήρ.
μαστικτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)μαστίκτωρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα -τήρ].