μενέχαρμος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

German (Pape)

[Seite 132] im Kampf ausharrend, den Kampf bestehend, Il. 14, 376.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μενεχάρμης.

Greek Monolingual

μενέχαρμος, -ον (Α)
μενεφύλοπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + -χαρμος (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. πολύ-χαρμος].