χήρειος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
α, ον,
A widowed, λέκτρα AP9.192 (Antiphil.): Ion. χηρήϊος, οἶκος Antim.99.