Μίκυθος
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Μίκυθος, -ύθη, -ον (Α)
(υποκ. του μικκός, ως κύρ. όν.) πολύ μικρός, μικρούλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικ(κ)ός/μικ-ρός + επίθημα -υθος].