μισός

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
μισός, -ή, -όν)
αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς
νεοελλ.
1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι»)
2. φρ. α) «μισό-μισό» ή «μισό και μισό» — ανακατωμένο ή μοιρασμένο στα δύο
β) «τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια» — λέγεται σε κάποιον που είναι προβληματισμένος με κάτι ως προτροπή για αμεριμνησία
γ) «με μισό παπούτσι» — πάμπτωχος
δ) «είναι μισό μερτικό» — είναι μικρόσωμος
ε) «είναι μισός άνθρωπος» — είναι ανάπηρος
στ) «έμεινε μισός» — αδυνάτισε πολύ
ζ) «στα μισά» — στο μέσον («έμεινε στα μισά του δρόμου»)
η) «μισή μερίδα» — λέγεται για ανθρώπους αδύναμους, μικρόσωμους ή πνευματικά ανεπαρκείς
θ) «μισά-μισά» — λέγεται στην εξ ημισείας μοιρασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ήμισυς].